- ψαχνός
- -ή, -ό, Ν1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνόα) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλαβ) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό»)3. φρ. α) «ο νους του στο ψαχνό» — σκέπτεται μόνον το υλικό όφελοςβ) «βαράει στο ψαχνό»i) (κυριολ.) πυροβολεί κατευθείαν σε άνθρωπο ή σε πλήθος και όχι για εκφοβισμόii) μτφ. χτυπάει χωρίς λύπηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ψώχω* «τρίβω». Η εναλλαγή, ωστόσο, στον φωνηεντισμό ω/α είναι σπάνια και δυσερμήνευτη. Το επίθ. επίσης έχει συνδεθεί με το αρχ. επίθ. σαχνός* «τρυφερός, ισχνός» (πρβλ. ψώχω: σώχω)].
Dictionary of Greek. 2013.